κεφαλίκιον

κεφαλίκιον
κεφαλίκιον και κεφαλίκι, το (Μ)
1. το αξίωμα τού κεφαλά*
2. η περιφέρεια στην οποία εκτεινόταν η αρχή τών κεφαλάδων
3. αρχηγός οικογένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. κεφαλάς («αρχηγός») + κατάλ. -ίκ-ιον (πρβλ. λεντ-ίκ-ιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”